εννεετηρίς — ἐννεετηρίς και ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς και ἐννετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίς, εννεαετία … Dictionary of Greek
ἐννεετηρίδι — ἐννεετηρίς nine year period fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναετηρίς — ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρις, θηλ. τού ηρος*] … Dictionary of Greek
εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… … Dictionary of Greek