ἐννεετηρίς

ἐννεετηρίς
ἐννεετηρίς, ίδος, ,
A nine-year period, Pl.Min.319e, IG2.985A2, Delph. 3(2).48.8; written ἐννεατηρίς in Vett.Val.337.17;

ἐνναετ- Plu.2.293b

; ἐννετ- (v.l. ἐννεατ-) Thphr.HP4.11.2: v. ἐννεαετ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εννεετηρίς — ἐννεετηρίς και ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς και ἐννετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίς, εννεαετία …   Dictionary of Greek

  • ἐννεετηρίδι — ἐννεετηρίς nine year period fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενναετηρίς — ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρις, θηλ. τού ηρος*] …   Dictionary of Greek

  • εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”